πεχά

πεχά
το, Ν
χημ. ποσοτικό μέτρο τής οξύτητας ή τής αλκαλικότητας τών υδατικών ή άλλων υγρών διαλυμάτων, το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χημεία, τη βιολογία, την ιατρική, την αγρονομία κ.ά. επιστήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεθνή όρο , ο οποίος έχει σχηματιστεί από τα αρχικά τών λ. potentiel Hydrogene «δυναμικό υδρογόνου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεχάμετρο — το χημ. όργανο που χρησιμοποιείται για την απευθείας μέτρηση τού πεχά ενός διαλύματος …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • φαινολοσουλφονοφθαλεΐνη — η, Ν 1. (ιατρ. φαρμ. χημ.) χρωστική ουσία χρησιμοποιούμενη για τη χρωματομέτρηση τού πεχά 2. φρ. «δοκιμασία φαινολοσουλφονοφθαλεΐνης» ιατρ. παλαιά μέθοδος διερεύνησης τής λειτουργίας τών νεφρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • φαινολοφθαλεΐνη — η, Ν χημ. πολυκυκλική, αρωματική οργανική ένωση που ανήκει στην οικογένεια τών φθαλεϊνών και η οποία χρησιμοποιείται ως χημικός δείκτης πεχά και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenolphthalein < phenol (βλ. φαινόλη) +… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλικά διαλύματα — Διαλύματα των οποίων το πε χα (PH) έχει τιμές μεταξύ 7 και 14: 7≤PH≤14. Στα διαλύματα αυτά η συγκέντρωση των ανιόντων υδροξυλίου (COH ) είναι μεγαλύτερη από τη συγκέντρωση των κατιόντων υδρογόνου (CH+). Από δύο διαλύματα που το ένα έχει, π.χ., PH …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”