- πεχά
- το, Νχημ. ποσοτικό μέτρο τής οξύτητας ή τής αλκαλικότητας τών υδατικών ή άλλων υγρών διαλυμάτων, το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στη χημεία, τη βιολογία, την ιατρική, την αγρονομία κ.ά. επιστήμες.[ΕΤΥΜΟΛ. < διεθνή όρο pΗ, ο οποίος έχει σχηματιστεί από τα αρχικά τών λ. potentiel Hydrogene «δυναμικό υδρογόνου»].
Dictionary of Greek. 2013.